-
1 στείχω
Aστίχῃ Hdt.1.9
(v.l. στείχῃ): [dialect] Ep. [tense] impf.στεῖχον Il.9.86
, etc.: [tense] aor. 1 ἔστειξα (only in compd.περίστειξας Od.4.277
): [tense] aor. 2ἔστῐχον Il.16.258
, Call.Del. 153, Theoc.25.223, etc., but never in Trag.:—Poet. Verb, used by [dialect] Ep., Lyr., Trag. (also [dialect] Aeol., Sapph. Supp.16, Alc. 19, and in [dialect] Aeol. Prose, IG12(2).6.6 (Mytil., iv B.C.), Inscr.Perg.5.25 (Temnos, iii B.C.); used by Cic.Att.6.5.2 in a mockheroic phrase, ἐξ ἄστεος ἑπταλόφου στείχων): walk, march, go or come, the direction being given by a Prep. or by the context,a of motion to or towards,πρὸς οὐρανόν Od.11.17
;ποτὶ πύργους A.Th. 297
(lyr.);πρὸς δόμους Id.Ag. 1657
(troch.);πρὸς φίλων τάφον E.Or. 97
;στεῖχ' εἰς ἀγορὰν πρὸς τοὺς Ἑρμᾶς Mnesim.4.2
(anap.);ἐπὶ τὴν εὐνήν Hdt.1.9
; σ. ἀνά, κατὰ ὁδόν, Od.23.136, 17.204;ἀνὰ ἄστυ 7.72
;δι' ἄστεως A.Supp. 496
; ;ἐς Ἅιδην κατ' ἄκρας E. Hipp. 1366
(anap.);θύραζε Od.9.418
; ; : c. acc. loci, go to, approach, γύας, πόλιν, δόμους, A.Pr. 708, Supp. 955, S.OC 643: abs., Id.Tr. 179, E.Rh. 992 (anap.).b of motion from, ἀπ' Ἄργεος ς. Il.2.287;ἀπ' Ὀλύμπου Hes.Th. 690
; ;οἴκοθεν Pi.N.9.20
: abs., go, depart,στείχωμεν A.Pr.81
, cf. Ch.98, S.Ant.98, Fr. 257.2 march in line or order (whence στίχος, στίχες, στοῖχος) , ἐς πόλεμον ς. march to war, Il.2.833;οἱ δ' ἅμα Πατρόκλῳ ἔστιχον 16.258
; σ. ἐπὶ τοὺς ξείνους against them, Hdt. 9.11; ἐν εὐθείαις ὁδοῖς ς. Pi.N.1.25.3 c.acc. cogn.,ὁδούς A.Ag. 81
(anap.);τὰν νεάταν ὁδόν S.Ant. 808
(lyr.);ἀνὴρ ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσεις στείχει πρὸς πύργον A.Th. 467
.4 metaph.,ἀοιδὰ σ. ἀπ' Αἰγίνας Pi.N.5.3
;ἐπ' ἐμοὶ ῥιπή A.Pr. 1090
(anap.);ἴουλος ἄρτι διὰ παρηΐδων Id.Th. 534
;πρὸς τοὺς φίλους στείχοντα.. κακά S.Ant.10
; τὴν ἄτην.. στείχουσαν ἀστοῖς ib. 186. (Cf. Skt. stighnoti 'step up, mount', Goth. steigan 'climb'.)
См. также в других словарях:
ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… … Dictionary of Greek